- κυπελλοφόρος
- κῠπελλο-φόρος, ον,A carrying cups, App.Anth.3.166 (Procl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυπελλοφόρος — carrying cups masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυπελλοφόρος — α, ο (Α κυπελλοφόρος, ον) νεοελλ. βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κυπελλοφόρα τα φυτά τών οποίων ο καρπός περιβάλλεται με κύπελλο αρχ. 1. αυτός που μεταφέρει κύπελλα 2. αυτός ο οποίος προσφέρει σε κάποιον κύπελλο («Ἥφαιστος κυπελλοφόρος γίνεται… … Dictionary of Greek
κυπελλοφόρον — κυπελλοφόρος carrying cups masc/fem acc sg κυπελλοφόρος carrying cups neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυπελλοφόροι — κυπελλοφόρος carrying cups masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
κυπελλοφόρα — Άλλη ονομασία της οικογένειας των φυγιδών (fagaceae), η οποία περιλαμβάνει δικοτυλήδονα φυτά με χαρακτηριστικούς καρπούς, που περιβάλλονται από ιδιόμορφο περίβλημα, το κύπελλο. Στα κ. υπάγονται όλα τα είδη βελανιδιάς (γένος Querqus) –τα κύπελλα… … Dictionary of Greek
μανουσάκι — το 1. κοινή ονομασία τού φυτού Viola odorata 2. κοινή ονομασία τού ποώδους διακοσμητικού φυτού Νάρκισσος ο κυπελλοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μσν. μαμουσάγκιον, παρεφθαρμένη αραβ. λ. (πρβλ. τουρκ. me nekše «μενεξές»)] … Dictionary of Greek